- γενετήριος
- γενετήριος, hervorbringend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γενετήριος — α, ο (AM γενετήριος, ον) [γενετήρ] ο σχετικός με τη γένεση ή τη γέννηση νεοελλ. 1. «γενετήριος ζωή» η διάρκεια τής ζωής κατά την οποία το άτομο έχει αναπαραγωγική ικανότητα 2. (ψυχολ.) «γενετήριος νόμος» γνωσιολογικός νόμος που καθορίζει τη σχέση … Dictionary of Greek